- κολυμβητής
- nageur
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κολυμβητής — κολυμβητής, ο και κολυμπητής, ο θηλ. κολυμβήτρια αυτός που κολυμπά, αυτός που γνωρίζει να κολυμπά καλά: Είναι καλός κολυμβητής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολυμβητής — diver masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολυμβητής — ο θηλ. ήτρια (AM κολυμβητής) [κολυμβώ] αυτός που κολυμπάει ή που ξέρει να κολυμπάει (α. «ένας δεινός κολυμβητής έσωσε το παιδάκι από βέβαιο πνιγμό» β. «χειμερινός κολυμβητής» γ. «κολυμβῶσι... οἱ κολυμβηταί... ὅτι ἐπίστανται», Πλάτ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
κολυμβηταῖς — κολυμβητής diver masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολυμβηταί — κολυμβητής diver masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολυμβητοῦ — κολυμβητής diver masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολυμβητῇ — κολυμβητής diver masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολυμβητήν — κολυμβητής diver masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολυμβητῶν — κολυμβητής diver masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολύμβηση — Σύνολο κινήσεων, που επιτρέπει τη μετακίνηση και την επιλογή κατεύθυνσης μέσα στο νερό, τόσο στην επιφάνεια όσο και σε κατάδυση. Με την καθιέρωση ειδικών στιλ η κ. εξελίχθηκε σε αθλητική δραστηριότητα. Η τεχνική της κ. υποδιαιρείται ανάλογα με τα … Dictionary of Greek
κολυμβητά — κολυμβητά̱ , κολυμβητής diver masc nom/voc/acc dual κολυμβητής diver masc voc sg κολυμβητής diver masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)